Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

 

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΘΡΩΠΟΥ

 ΟΙ  ΚΛΩΝΟΙ   

 

Ένα νησί στο πουθενά κι αυτοί συγκάτοικοι στο άγνωστο. Ένα νησί υπερωκεάνιο  που ταξίδευε  χωρίς σταθμό και προορισμό. Ένα νησί καράβι,με αμπαρωμένα πόρτες και παράθυρα που κρατούσαν το φως του ήλιου έξω και φυλάκιζαν την ματιά
να μην μπορεί να δει ούτε ουρανό, ούτε θάλασσα. Μόνο ένα ταβάνι με αστέρια και φεγγάρι την νύχτα  και την ημέρα ένα ήλιο κακέκτυπο αντίγραφο του φωτοδότη της μέρας.
Έξω σημάδι ζωής κανένα, ούτε πουλί πετούμενο. Όλος ο κόσμος αυτό το κινούμενο νησί. 

 «ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ»  ονόμαζαν το νησί καράβι. Περίεργο όνομα, αλλά δεν ήταν το μόνο περίεργο σε αυτήν την αθέλητη κρουαζιέρα.Πεντακόσιοι  όλοι κι όλοι οι κάτοικοί του. Επέζησαν από μια οικολογική καταστροφή της γης τους ενημέρωσαν οι ειδήμονες Μόνο αυτοί επέζησαν οι τυχεροί, αλλά η μοίρα τους δουλεύει ακόμη. Σε άλλον πλανήτη θα μετακομίσουν, έναν πλανήτη ανέγγιχτο, από την εποχή της δημιουργίας. Έτσι δεν θα χαθεί το ανθρώπινο είδος. Όσο για το ότι δεν θυμούνται τίποτε από τον πρότερον βίον  είναι αποτέλεσμα της επίδρασης των ραδιενεργών καταλοίπων της μεγάλης έκρηξης. Δεν θυμούνται τίποτα κι όμως δεν είχαν όλοι την ίδια  ηλικία.   Η  ζωή τους ξεκινούσε και τέλειωνε στην πλωτή τούτη πολιτεία. Πραγματικά ήταν ένα αντίγραφο πραγματικού νησιού, καλυμμένο με μια σφαίρα προστασίας, αλλά λίγο τους ένοιαζε. Μήπως γνώριζαν τι ήταν αληθινό και τι ψεύτικο; Υπήρχαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά σε όλες τις ηλικίες. Μα το περίεργο ήταν όταν  εμφανίζοντο μωρά από το πουθενά κι οι κοπέλες που ήταν σε ηλικία να τεκνοποιήσουν τα μεγάλωναν σαν δικά τους παιδιά. Δικά τους δεν επρόκειτο να αποκτήσουν ποτέ. Η διαταγή γραμμένη με αίμα. Όποιος κάνει έρωτα θα θανατώνεται.Οι μανάδες αυτών των βρεφών παράκουσαν την διαταγή και απομακρύνθηκαν από το προφυλαγμένο νησί  και σίγουρα έξω, τις περίμενε φρικτός ραδιενεργός θάνατος. Στενές σχέσεις μακριά, ούτε φιλικές ,ούτε ερωτικές. Κάθε συναίσθημα υπό διωγμόν.   Όταν θα’ ρθει η ώρα  να τεκνοποιήσουν θα τους  εκτόξευαν στον πλανήτη ΓΑΝ   Εκεί σ’ ένα σμίξιμο απαλλαγμένο από τους κινδύνους ασθενειών και αφροδισίων νοσημάτων θα κυοφορήσουν  Περίεργη η ζωή μέσα στο διασωθέν νησί -καράβι. Όλοι  είχαν ονόματα λουλουδιών ή   φυτών. Κανόνες όριζαν την ζωή των συγκατοικούντων, από το φαγητό, ως   την ώρα του ύπνου και του ξυπνήματος.  Μεταξύ αυτών η   Παπαρούνα    κι ο Ευκάλυπτος. Γιατροί με κατάλευκες μπλούζες πηγαινοέρχονταν κι έλεγχαν τις σωματικές λειτουργίες κι έδειχναν αναστατωμένοι όταν κάποιος από την ομάδα  παρουσίαζε σημάδια αδυναμίας ή ψυχολογικά προβλήματα. Το ενδιαφέρον για την υγεία  ήταν    υπερβολικό.  Το νησί έμοιαζε με κρουαζιερόπλοιο που θαλασσοδέρνονταν στο άπειρο κι οι θαμώνες ζούσαν περιμένοντας την μέρα και την ώρα που τα τους έπεφτε ο κλήρος να μετακομίσουν στον πλανήτη σωτήρα. ΓΑΝ.   Την ημέρα που ερχόταν τα μωρά γινόταν η κλήρωση για το ποιοι θα ήταν οι τυχεροί  για το ταξίδι στο διάστημα. Χαρές ετοιμασίες, αποχαιρετισμοί και η λαχτάρα πότε θα έρθει κι αυτών η σειρά στα ύψη. Για αυτήν  την στιγμή  ζούσαν. Πολλοί επιχείρησαν να συνάψουν σχέσεις φιλίας κι οι τολμηροί  λίγο περαπέρα. Μα δεν προλάβαιναν. Κάθε καινούρια βδομάδα ήταν σαν να γνωρίζονταν για πρώτη φορά. Ο Ευκάλυπτος κι η  Παπαρούνα  με μεγάλο κόπο συγκρατούσαν κάποια  υπολείμματα μνήμης. Κι ο παντοκράτωρ έρωτας άρχισε να ενεργοποιείται.  Οι πρώτες υποψίες  έχουν αρχίσει να φυτρώνουν στο καθοδηγούμενο μυαλό του Ευκάλυπτου. Κάτι συμβαίνει το τρομακτικό.  Αρχίζει να αμφισβητεί. Με μεγάλη προσοχή δίνει οδηγίες στην αγαπημένη του. «Θα αντέξουμε αγαπημένη χωρίς φαγητό και νερό χωρίς φαρμακευτική αγωγή και προπαντός την ώρα του ομαδικού λουτρού   απολύμανσης θα κρατήσουμε  την αναπνοή μας για όση ώρα αντέξουμε. Σωτήρια τα μέτρα.  Το μυαλό ξαστέρωσε κι ο έρωτας έβγαλε φτερά. Κι όταν όλοι  κοιμούνται στο πλοίο, φάντασμα δυο σκιές ερωτευμένες συναντιούνται σε ένα διάδρομο που είχε την απαγορευτική πινακίδα. «Προσοχή δηλητήρια». Φοβήθηκαν,αλλά η  επανάληψη λιγοστεύει τον φόβο. Κάθε εβδομάδα κι ένα βήμα παραπέρα στον απαγορευμένο διάδρομο. Κάποια βραδιά  που ένας έρωτας ασυγκράτητος  τους όπλισε την ψυχή αψήφησαν την απειλή και προχώρησαν. Άνοιξαν την πρώτη πόρτα   κι ένα δυνατό φως τους έκανε να κλείσουν τρομαγμένοι τα μάτια. Πρώτος συνήλθε ο Ευκάλυπτος . Κοίταξε γύρω του.  Γαλάζιο πάνω ,γαλάζιο κάτω κι ένα φως που εκπορευότανε από κάποιο φωτεινό σώμα έλουζε με φως όλα γύρω. Βοήθησε την Παπαρούνα να προσαρμοστεί στον φωτεινό κόσμο. Έτριβε για ώρα τα μάτια της. «Τι είναι εδώ» αναρωτήθηκαν κι δυο μαζί. Γύρω τους δέντρα γεμάτα καρπούς, στο νερό κολυμπούσαν χιλίων λογιών ψάρια, και πουλιά σπάθιζαν τον ευωδιαστό αέρα. Γνωστές αυτές οι εικόνες από τις ταινίες οικολογικής καταστροφής. Έδειχναν έναν κόσμον πανέμορφο να χάνεται. Άνθρωποι, ζώα, φυτά, λίμνες,  όλα να παραδίδονταν στις άσχημες διαθέσεις  των ραδιενεργών ρευμάτων, Η όψη που παρουσίαζε  η γη μετά την λαίλαπα σε τρέλαινε. Όλα αυτά πέρασαν σαν αστραπή από  το μυαλό τους. Μια  ελπίδα  έλαμψε στο μυαλό τους. Όχι η γη δεν καταστράφηκε.

   Δεν υπήρχε χρόνος για περισσότερη έρευνα, έπρεπε να επιστρέψουν στο καθένας στον χώρο του.  Τον κοίταξε στα μάτια, την πήρε αγκαλιά κι ένωσε τα χείλη του μα τα δικά της. Η φύση δεν χειραγωγείται, δεν περιορίζεται, δεν καταργείται  . Μια φορά την βδομάδα η συνάντηση τους αλλά έφθασε να τους δώσει ξανά την ανθρώπινη  τους υπόσταση.  Τρέφονταν από βλαστούς φυτών και καρπούς δέντρων. Κίνδυνος η τροφή, ,τα χάπια , τα μπάνια.
Μετά την διαπίστωση αυτή φόβος κι ερωτηματικά. Σίγουρα οι άνθρωποι  δεν πήγαιναν σε άλλον πλανήτη. Δεν άργησαν να γίνουν μάρτυρες των πιο φρικτών υποψιών. Την άλλη μέρα τρία βρέφη έκαναν την εμφάνισή τους. Τρεις άνδρες και τρεις γυναίκες κληρώθηκαν για να μεταβούν στον πλανήτη παράδεισο. Αλλοίμονο ανάμεσα τους κι η Παπαρούνα. Θα ακολουθήσει κι ότι θέλει ας  γίνει. Τα θύματα   τα είχαν αποκοιμίσει με μεθόδους ανήθικους κι οι ιθύνοντες δεν    έπαιρναν μέτρα. Αποβραδίς το πάρτυ αποχαιρετισμού. Οι βραδιές αυτές του αποχαιρετισμού σίγουρα  έκρυβαν κάτι  ύποπτο. Ο Ευκάλυπτος δεν έφαγε και δεν ήπιε τίποτα από τα νόστιμα εδέσματα, ούτε ανέπνευσε την  αρωματισμένη ατμόσφαιρα. Μέσα στην βακχική αυτή κατάσταση έσυρε την Παπαρούνα στο συνηθισμένο τους ερωτικό ραντεβού. Όλοι οι άλλοι μέσα σε στιγμές έκστασης  περίμεναν με       ανυπομονησία την δική μετοίκηση. Το εκκρεμές σήμανε παρατεταμένα. Ίσα που πρόλαβε το ερωτευμένο ζευγαράκι να τρυπώσει μέσα στο πλήθος.  Μέσα στο καράβι δεν υπήρχε πρωί και βράδυ. Μόνο το σκηνικό της οροφής άλλαζε, αλλά με τον καιρό  κανένας δεν έβλεπε τη διαφορά. Το ρολόι μόνο μετρούσε τις ώρες 8 η ώρα το πρωινό ξύπνημα   το πρωινό γεύμα,     το μεσημεριανό γεύμα,  το δείπνο και ύπνος. Όταν το μεγάλο ρολόι, που κάλυπτε σχεδόν έναν τοίχο, σήμαινε  την αναχώρηση  οι επιλεγμένοι με άκρατη  χαρά και   συγκίνηση αποχαιρετούσαν  σίγουροι για το ταξίδι και τον εποικισμό τους στο διάστημα.  Η εκτόξευση γινόταν από την άλλη πλευρά του καραβιού από μία πόρτα που άνοιγε μόνο στην περίπτωση αναχώρησης. Ο Ευκάλυπτος σχεδόν αόρατος, μπουσουλώντας κατάφερε να ξεγλιστρήσει και να κρυφτεί σε ασφαλές σημείο Κι είδαν τα μάτια του αυτά που καμιά βρωμερή συνείδηση δεν θα τολμούσε. Τις   κοπέλες τις έκλεισαν σε μια πτέρυγα γεμάτη ιατρικά μηχανήματα τους δε άνδρες τους έβγαλαν από ένα άνοιγμα του καραβιού, τούς παρέλαβε ένα άλλο μικρότερο σκάφος  που χάθηκε στο ατέλειωτο γαλάζιο. «Με το σκάφος θα πάνε στον πλανήτη παράδεισο»;   Τον πονάει π  που η γη καταστράφηκε. Δεν θυμάται να έχει γονείς, όλη του η ζωή μέσα στο υπερπολυτελές σκάφος μια ζωή προγραμματισμένη για μετοίκηση στο διάστημα. Μια  λάμψη όμως φωτίζει την σκέψη του. Κι αν δεν καταστράφηκε; κι αν όλα είναι μια απάτη; Κι αν είναι απάτη προς τι αποσκοπεί;. Παρασυρμένος από τα καινούρια ξεχάστηκε. Η αγαπημένη του μπορεί να κινδυνεύει. Επιστρέφει φτάνει στη πτέρυγα που έχωσαν την Παπαρούνα. Ένα παράθυρο είναι ανοικτό. Δεν υποψιάζονται ανθρώπινη παρουσία. Παγώνουν τα μέλη του. Μέσα στο  πλήρως εξοπλισμένο με ιατρικά μηχανήματα δωμάτιο βρίσκονται φυλακισμένες γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Σε άλλο στάδιο η κάθε μια. Φωνές πόνου θα κατευθύνουν το βλέμμα του στην απέναντι πτέρυγα. Μια γυναίκα ουρλιάζει ενώ ένας αστροντυμένος κύριος βγάζει ένα μωρό ανάμεσα από τα πόδια της. Το μωρό κλαίει. Η μάνα απλώνει τα χέρια να το αγκαλιάσει. Δεν προλαβαίνει. Μια ένεση  στην φλέβα την κοιμίζει ακαριαία. Την αρπάζουν και σαν  τσουβάλι   την πετούν σ’ ένα κύλινδρο. Με γουρλωμένα μάτια βλέπει τον κύλινδρο να αλέθει και να πολτοποιεί το ματωμένο κορμί της μάνας Κι ο ασπροντυμένος κύριος με στυλ μπαμπά προχωρεί με αγκαλιά το μωρό στον θάλαμο νεογνών. Στο ίδιο κρεβάτι φέρνουν μια κοιμισμένη νέα. Της ανοίγουν διάπλατα τα πόδια και με ένα μακρύ εργαλείο,τοποθετούν κάτι που φαίνεται να έχει μεγάλη αξία γι’ αυτούς. Δεν καταλαβαίνει  Τρέμει. Δεν μπορεί όνειρο βλέπει. Τρέχει με λαχτάρα στο θάλαμο που είχε αφήσει την Παπαρούνα. Ευτυχώς δεν την έχουν πάρει.  Σέρνεται στο πάτωμα, φθάνει , την παίρνει αγκαλιά και τρέχει. Πάει να μιλήσει της κλείνει το στόμα «σώπα». Τρέχουν προς τα εκεί που είδε  το σκάφος να παραλαμβάνει  τους τρεις άνδρες.   Δεν είναι ώρα για να λυθούν τα ερωτηματικά. Την αφήνει κάτω, «τρέχα» της λέει.  Το ατέλειωτο γαλάζιο σταμάτησε του κυματισμούς σαν να τους γνέφει να πέσουν στην υργή της αγκαλιά.   Δεν προλαβαίνουν ένας φύλακας τους παίρνει χαμπάρι. Ο Ευκάλυπτος νιώθει λιοντάρι. Έτσι κι αλλιώς είναι χαμένοι. Ορμά με δύναμη ακινητοποιεί τον φύλακα, που παραδίδεται σαν αρνάκι. . Πάρτε με μαζί σας και θα σας τα πω όλα. Η τύχη ήταν με το μέρος τους.   Κρατώντας ο καθένας ένα φουντωτό κλαδί  ρίχνονται στην θάλασσα.  Περίεργο, ξέρουν να κολυμπούν. Σε πολλά δεν μπορεί να  δηλώσει απάντηση. Όλα του τα ερωτηματικά θα λυθούν όταν αρχίσει να μιλά ο φύλακας. Για την ώρα κολυμπούσαν ώρες ατέλειωτες για πού δεν γνώριζαν, πάντως μακριά από την κόλαση του σκάφους φονιά . Οι δυνάμεις τους εγκατέλειψαν. Ο Ευκάλυπτος κατάφερε κι έδεσε τις άκρες από τα φουντωμένα κλαδιά που πήραν μαζί τους κατά την μεγάλη απόδραση. Για να μην τους παρασύρουν τα κύματα σε διαφορετικές κατευθύνσεις.  Αφέθηκαν να τους παρασέρνει το ρέμα.  Πέρασαν ώρες, Πόσες δεν υπήρχε η δυνατότητα να μετρήσουν όταν το κύμα τους ξέβρασε σε μια δασωμένη ακτή. Δεν μίλησαν, δεν κοιτάχτηκαν αλλά κοιμήθηκαν. Έπρεπε να ανακτήσουν δυνάμεις. Πρώτη ξύπνησε η Παπαρούνα. Κοιτά μαγεμένη. Ένα τοπίο άγνωστο .  Τι ομορφιά θεοί. Ξυπνά τον Ευκάλυπτο. Γέρνει δίπλα του. Η νύχτα γέννησε πολλά αστεράκια απόψε κι ένα μάτι πανσέληνο φωτίζει το άγριο τοπίο. Κανταδόροι της νύχτας τους τραγουδούν με ήχους πρωτόγνωρους. Τι θαύμα! Εκφωνούν μαγεμένοι. Μπροστά του φανερώνεται διαψευσμένο το μεγάλο ψέμα της καταστροφής του πλανήτη.   Κάτι άλλο συμβαίνει και αυτό το κάτι άλλο δεν μπορεί να το συλλάβει ανθρώπου  νους.     Ακολουθούν το στενό μονοπάτιαγια  να βρεθούν σε ένα παραδεισένιο τοπίο. Ένα ποταμάκι που κυλάει αμέριμνο τους  προσφέρει φιλόξενα μια χούφτα νερό.   Πόσο διψούσαν; Άπλωσαν το χέρι και τα δέντρα τους φίλεψαν με  ολόδροσους καρπούς. Επέτρεψαν ξαναγεννημένοι περιμένοντας να ακούσουν από το φύλακα το μυστικό του εγκλεισμού  τους στο πλοίο θάνατος. Ο φύλακας κοιμάται.   Τον ξύπνησαν. Τα΄χασε δεν θυμόταν πού βρισκόταν κι άρχισε να τρέμει. Θα με ρίξουν στο οξύ. Παθαίνει παροξυσμό κι ο  Ευκάλυπτος  του βουτάει το κεφάλι στο τρεχουμενο νερό. Σαν να άνοιξε ένα παραθυράκι στην μνήμη άρχισε να θυμάται. Με μια πρόχειρα φτιαγμένη πετονιά θα τους προσφέρει το πρώτο ανθρώπινο γεύμα. Φαίνεται ευχαριστημένος, αλλά οι νευρικές κινήσεςι των χεριών άλλα δείχνουν. Αυτό που θα τους αποκαλύψει είναι ένα φρικτό, ένα  τρομέρό μυστικό. Τον βλέπουν να πέφτει στα γόνατα σαν να ζητάει βοήθεια από άνωθεν. Μάλλον του δόθηκε. Καθισμένος σταυροπόδι ζήτησε και σ’ αυτούς να κάνουν. Σαν να πήρε δύναμη από την γη  θαρραλέα άρχισε να τους εξηγεί τα ανεξήγητα ζητώντας τους να μην το διακόψουν.

«Δεν είστε άνθρωποι είστε ΚΛΩΝΟΙ. Πλάνταξε με το σάλιο του  ο Ευκάλυπτος αλλά δεν μίλησε. Η Παπαρούνα κοκκίνισε σαν παπαρούνα, τίποτα άλλο.  Ο φύλακας  αφού διαπίστωσε ότι το έδαφος είναι κατάλληλο, συνέχισε κοιτάζοντας διαρκώς προς το ουρανό. «Εσείς δεν γεννηθήκατε από  γονείς δεν είστε παιδιά του έρωτα,  είστε κομμάτι ενός άλλου ανθρώπου, ένα ακριβές αντίγραφό του. Έχετε όχι μόνο την φυσιογνωμία του αλλά και τον χαρακτήρα του και την συμπεριφορά του». Μα γιατί; Για ποιον λόγο» δεν κρατήθηκε ο Ευκάλυπτος που είχε κάνει όνειρα για μια οικογένεια που τον περίμενε,για μια μάνα που τον καρτερούσε.  Αφου του έκανε σημάδι να σιωπήσει, βάζοντας το δείχτη στο στόμα, ο φύλακας,   σηκώθηκε να σβήσει την δίψα του. Με το στόμα ακόμη γεμάτο νερό συνέχισε.  «Είστε τα αντίγραφα των πιο πλουσίων οικογενειών του πλανήτη.  Σαν το υπερωκεάνιο που ζούσατε υπάρχουν πολλά» Στον λαιμό του Ευκάλυπτου κόμπο δέθηκαν οι απορίες   αλλά ο ομιλητής του έκανε νόημα να τον διακόψει. «Είστε αντίγραφα μεγάλων προσωπικοτήτων που δεν έχετε καμιά αξία για κανένα και που θα σας χρησιμοποιήσουν όταν χρειαστεί αντικατάσταση ένα μέλος του σώματος του  δότη. Ένα μόσχευμα είστε με ανθρώπινη μορφή. Εσύ Παπαρούνα κι εσύ Ευκάλυπτε είστε το συκώτι, τα νεφρά, η καρδιά, το μυαλό, το πόδι, το χέρι κάποιου προύχοντα που θα σας χρειαστεί όταν χρειαστεί αντικατάσταση το δικό του.  Αυτοί που σκαρφίστηκαν αυτό το ανοσιούργημα δεν ήταν σοφοί, λεφτάδες, χέστηδες ήταν, που ενώ θα μπορούσαν να διαθέσουν αυτά τα χρήματα για το καλό ολόκληρης της ανθρωπότητες, τα διαθέτουν  για πάρτη τους.  . Αυτοί που βλέπετε  να φεύγουν δήθεν για τον άλλο πλανήτη παράδεισο, είναι αυτοί που τους χρειάζονται  σαν όργανα μεταμόσχευσης. Οι δε κοπέλες που είναι κι αυτές κλώνοι κυοφορούν το μόσχευμα  για να γεννηθεί ένα υγιές παιδί κλώνος και μετά τις εξαφανίζουν με οξύ αλέθοντας της σε κύλινδρο,  για να είναι σίγουροι ότι δεν θα διαρρεύσει το φρικτό μυστικό. Δεν θα μάθαιναν ποτέ ποιοι είναι, για ένα πράγμα είναι σίγουροι. Δυο μεγιστάνες του πλούτου θα πέθαιναν αφού χάθηκαν τα κλωνοποιημένα  αντίγραφα τους. Δεν γνώριζαν οι δύστυχοι ότι στο χέρι κουβαλούσαν της τεχνιτής νοημοσύνη  το   «τσιπάκι».