Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012


ΣΤΗ  ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ

Από ποια κυψέλη  ιδεών  να τρυγήσω τις   λέξεις
ωδή να σου πλέξω αιώνια Ελληνίδα γυναίκα.
Στους αμέστωτους, αμάθητους  ώμους σου
Σήκωσες, ισόθεη,  την ιστορία του κόσμου.
Τρισυπόστατη φύση, θεά πολυώνυμη.
Μάνα, γυναίκα, κόρη, αδελφή.
Το όνομά σου τραγούδι στο στόμα τ’ ανέμου.
Στην κραυγή της πατρίδος πρωτοπόρισσα πάντα,
στο ηρωικό πανηγύρι του σαράντα   ερίχτηκες.
Κι αφού κατευόδωσες Σπαρτιάτισσα νέα
τον πατέρα, το γιό, το νιόπαντρο  άνδρα,
τα καλορίζικα ακόμη απ’ τα μαλλιά ξετινάζοντας 
 στο μετόπισθεν χρέος  έμεινες   να φυλάς Θερμοπύλες.
Πολιορκημένη απ’ τις πέντε μεριές του θανάτου,
 απ΄την πείνα, τον φόβο, την αγωνία, τον τύραννο.
στου ταχυδρόμου το αρχαγγελικό σάλπισμα,
όρθια στάθηκες, του θανάτου το μαντάτο δαμάζοντας.
Λιβάνια θυμιάτισες  και  αλειτούργητα κόλλυβα κέρασες
 για της φυλής το νεομάρτυρα,
που χιονένιο νεκροκρέβατο τα βουνά της Πίνδου ετοίμασαν.
  Στου λύχνου το ισχνότατο τρέμουλο
 της λευτεριάς το χιτώνα μπάλωσες 
  με τη φανέλα του στρατιώτη τη μάλλινη.
Κι όταν των εχθρών τα φουσάτα κατέφτασαν
και μηχανές του θανάτου τον όλεθρο έσπερναν
στον πληθυσμό των αμάχων,
πάλι  το μερίδιο σου προσέφερες
 στου θανάτου το αιμάτινο απόδειπνο.
Ράτσα περήφανη εσύ, που στης αντίστασης
το θαρραλέο ξεπέταγμα τον λόγο τον πρώτο κατέθεσες.
Αργότερα στις φρικτές εμφύλιες  πλάνες
 με τις φτερούγες σπασμένες βολόδερνες
σε στρατόπεδα αντίπαλα, 
προσευχές εναποθέτοντας επί δικαίων κι αδίκων.
Κι όταν η Ελληνίδα θεά,
με  φτερά  φυτρωμένα καινούρια στους ώμους,
 κατέφθασε  αιμόφυρτη στης πατρίδος την πόρτα,
τη μαντήλα του πένθους στις πλάτες επέταξες
και τη λευτεριά καλοσώρισες
στα παλιά της λημέρια,
και  τραγούδησες κλαίγοντας
το χιλιοϋμνητο  ΧΑΙΡΕ.

ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ- ΖΩΙΔΑΚΗ