Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ΠΛΑΝΗΤΑΡΧΙΣΣΑ ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ














\
  ΠΛΑΝΗΤΑΡΧΙΣΣΑ ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
        (ένωση)

Πιλοτάροντας το  δικό σου πλεούμενο,
ακίνητη μέσ’ στην αεικίνητη ροή των αιώνων,
ταξιδεύεις στης ιστορίας το ξάγναντο,
 λαούς δικούς σου και ξένους
που φιλοξενείς απροσκάλεστους
 στο περίτεχνο σκάφος σου.
 Από των μύθων τους καιρούς και του Μίνωα,
αγλαΐζουσα κόρη του Αιγαίου πεντάμορφη
το πηδάλιο του  κόσμου κυβερνάς αβασίλευτη.
Στην πέτρα εχάραξες νόμους κι αλφάβητα άφθαρτα
Πυρρίχιες αύρες που  έπεμψες
των βαρβάρων να ανάψουν τα άφωτα φώτα.
Γιοι σου σοφοί, με ηλιακά ημερολόγια
το χρόνο τεμάχισαν σε ημέρες και ώρες
 Ισημερίες και λιοστάσια γιόρτασαν
και του Δία το νησί για πρώτη φορά χαρτογράφησαν.
Τα τορνευτά σου τα κάλλη τα ζήλεψαν
από τα χρόνια τα αρχαία, κατακτητές αγεωμέτρητοι
με πανοπλίες και πλάνες τις ιδέες σου κούρσεψαν.
Πόσες φορές της αποκάλυψης άγγελος
σάλπισε το μήνυμα του χαμού σου μακάρια νήσος!
Αράβων Σαρακηνών τα απολίτιστα στίφη
ένα αιώνα μαγάρισαν των «Κρητών τη σεβαστή πολιτεία».
Η αλάνθαστη σπάθα  του Φωκά Νικηφόρου τη νίκη κομίζει
 και φέουδα της Κρήτης στους βυζαντινούς διαμοιράζει.
Ξεπεσμένοι ιππότες κι ευγενείς της δεκάρας
στα ζάρια θα παίξουν  του Αιγαίου τη νύμφη.
Χρυσόβουλες  δουλείες, λαίμαργες κάργιες
 λεκιάσανε  πάλι της λευτεριάς  το χιτώνα με αίματα αθώα.
 κι επιδημίες, χολέρες και λέπρες στο νησί σου εκόμισαν
 Πλούτη των θεών σου, Κούροι και κόρες
του Φράγκου αφέντη την πόλη στολίσανε
κι η υψηλή διανόηση θάφτηκε σε  χωνευτήρια της πίστης.
Κι ακολούθησαν δουλείες αλλόθρησκες με λαίμαργα πάθη
 που στο σκοτάδι σε βύθισαν, γοργόνα του Αιγαίου.
 Κι η γιαγιά ιστορία τα γυαλιά της εφόρεσε
να καταγράψει είκοσι επτά εξεγέρσεις απέλπιδες
και ηρωισμούς των παιδιών σου ανήκουστους.
Επτά αιώνων κατοχή, επτά δράκοι που ρούφηξαν
 των παιδιών σου το αίμα το αμόλυντο.
 Μα εσύ μέσα στου Ταύρου τα κέρατα έκρυψες
ιδανικά της φυλής σου ακατάλυτα
και τον πόθο της λευτεριάς
θεριεμένο στα σπλάχνα σου.
Πλανητάρχισσα κόρη του νότου,
Ιδαίων Δακτύλων γενέτειρα, πόσα χρόνια
τα λαβωμένα σου χέρια
 ακούραστα άπλωνες στη μάνα Ελλάδα,
παιδί ορφανό με πόθους που θάβονταν
 στο χωνευτήρι διεθνών συμφερόντων.
 Ύπατοι αρμοστές και προστασίες ανάρμοστες
να κουμαντάρουν ανέλαβαν ψυχές ανυπόταχτες.
Κι η  έρημη μάνα πληγωμένη κι εκείνη
 από αιώνων μαρτύρια, τη αγκάλη ανοίγει διάπλατα
 το πεινασμένο  ορφανό της παιδί να θηλάσει
με το γάλα των Ολυμπίων τ’ αθάνατο.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις μικρές, μπρος στο δικό σου ανάστημα
 στις δικές τους σημαίες το πέταγμα ανέστειλαν
 που  άψυχες πέσανε φιλώντας
 το σκλάβο σου   χώμα, το «ελεύθερο».

Κι η  ΕΝΩΣΗ η ποθητή ήρθε επιτέλους  Κρήτη.
Κι ήταν η ώρα ιερή, μεγάλη άξια ώρα
που στο Φιρκά υψώθηκε η Ελληνική Σημαία.
 « Ο Ψηλορείτης έσκυψε για να την προσκυνήσει,
 η αύρα του Αιγαίου σίμωσε να τη γλυκοφιλήσει,
 κι  η γη νυφοστολίστηκε  να την καλωσορίσει».
Κι από τότε αγέρωχη βασίλισσα του νότου
 με στέμμα πάλλευκα βουνά και υδάτινο κρεβάτι 
πορεύεσαι αθάνατη, του Μίνωα  γεννήτρα,
 φορώντας για κορώνα σου τα μυθικά σου πλούτια.

ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ-ΖΩΙΔΑΚΗ

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ




Η  ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
  (στο ρυθμό του δεκαπεντασύλλαβου)

Του ήλιου το χαμόγελο ερωτεύτηκε η φύση
 κι ως μιαν ακτίνα του έσκυψε να τη γλυκοφιλήσει,
πολύκλωνους ανθούς πετά και βάζει το καλό της
το γιορτινό της φόρεμα το προπατορικό της.
Κι όλα γελούν και χαίρονται μα άλλα γράφει η μοίρα
 κι έγιναν τα χαμόγελα δάκρυα πικρά κι αλμύρα.
Σε σταυροδρόμι κείτονταν  αγκυροβολημένο
θαλασσογέννητο νησί απ’ τους θεούς σταλμένο.
Η Κρήτη η ηλιογέννητη  νύμφη των Εσπερίδων
επώαζε στους κόρφους της το σπέρμα των ελπίδων,
 σε εποχές δυσβάστακτης φασιστικής μανίας
 που την Ελλάδα  τύλιξε ο σκοτεινός μαντύας,
του θάνατου, της κατοχής της πείνας, του πολέμου
 κι άλλα δεινά απάνθρωπα πώς  τ’ άντεξε θεέ μου!
Κι ενώ η Κρήτη ελεύθερη συνέδραμε στη μάνα
με παλληκάρια σταυραετούς και με ευχές συνάμα,
από αέρος έφθασε με τα φτερά τ’ ανέμου
στου Μίνωα το άξιο νησί το χέρι του πολέμου.
Σαν το θεριό που πιάνεται σε ύπουλη παγίδα
 και να γλυτώσει ούτε μια δεν του ’μεινε ελπίδα
 έτσι παλεύει ο κρητικός, θεριό παγιδευμένο
 με των προγόνων τ΄ άλμπουρο  στα στήθη του ζωσμένο.
Δεκαοκτάχρονα παιδιά, γυναίκες, γριές και γέροι
του Χίτλερ υποδέχτηκαν το επίλεκτο ασκέρι.  
Πολύχρωμος ο θάνατος στις πλάτες των χρωμάτων
και νόθεψε  την άνοιξη η ήβη των αιμάτων.
Η λύρα η γλυκόλαλη της Κρήτης εβουβάθη
Ο θάνατος θριάμβευσε κι η λευθεριά εχάθη.
Μα οι κρητικοί απέδειξαν στον άγριο μακελάρη
της αντρειοσύνης την πηγή και της φυλής τη χάρη.
Π’ αιώνες κι αν κουβάλησαν σκλαβιές κι επαναστάσεις
των Κρητικών η λεβεντιά έφερνε αναστάσεις. 
Ανακλαδίστηκε η γης  και ο κόσμος εφωτίστη
βλέποντας την παλληκαριά, το θάρρος και την πίστη,
σε ιδανικά αιώνια που θρέψαν τη φυλή μας
 κι αλώβητη την Εθνική κρατούν συνείδησή μας. 
 Έτσι και τώρα απ΄ τη γωνιά αόρατη η Ιστορία,
Τα «έργα Κρητών» εχάραξε  στου κόσμου τα βιβλία.
Σειέται, βρυχάται και βοά η φωνή του  Ψηλορείτη.
Γεια σου αφέντρα της καρδιάς λιονταρογέννα Κρήτη.
ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ-ΖΩΙΔΑΚΗ
              (δασκάλα)